- Βαμβέργη
- Εξελληνισμένος τύπος της γερμανικής πόλης Μπάμπεργκ (βλ. λ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Αμαλία — I (Αστρον.). Αστεροειδής. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 12,9, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,4. Ο αστεροειδής αυτός περιφέρεται σε… … Dictionary of Greek
Όθων — I (Σάλτσμπουργκ Βαυαρίας 1815 – Βαμβέργη 1867). Βασιλιάς της Ελλάδας (1833 1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’ και της Θηρεσίας, θυγατέρας του δούκα του Σάξεν Άλτενμπουργκ. Oρίστηκε βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 17… … Dictionary of Greek
αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… … Dictionary of Greek
Βακενρόντερ, Βίλχελμ Χάινριχ — (Wilhelm Heinrich Wackenroder, Βερολίνο 1773 – 1798). Γερμανός συγγραφέας. Γόνος πλούσιας οικογένειας, σπούδασε στο Ερλάνγκεν και στο Γκέτινγκεν. Μαζί με τον Τικ, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά, επεχείρησε ένα είδος πνευματικού προσκυνήματος σε… … Dictionary of Greek
Γκέμπελς, Γιόζεφ Πάουλ — (Joseph Paul Goebbels, Ράιντ, Ρηνανία 1897 – Βερολίνο 1945). Γερμανός πολιτικός. Ο Γ. ήταν ένας από τους λίγους ικανούς άντρες που στρατολόγησε ο Χίτλερ για να κυβερνήσει το Γ’ Ράιχ. Έξυπνος, εργατικός και αφοσιωμένος στον αρχηγό του, πήρε πτυχίο … Dictionary of Greek
Λεοπόλδος του Μπάμπενμπουργκ — Όνομα μαργράβων (τίτλος ευγενείας και το αξίωμα του διοικητή παραμεθόριων περιοχών στην Ευρώπη, ανάλογο με τον βυζαντινό ακρίτα) της Αυστρίας, μελών του οίκου των Μπάμπενμπουργκ, ο οποίος ηγεμόνευσε στην Αυστρία από το 976 έως το 1246, με έδρα το … Dictionary of Greek
Ντίντσενχοφερ — (Dientzenhofer). Επώνυμο οικογένειας Βαυαρών αρχιτεκτόνων, που εργάστηκαν στη Βοημία και στη Φραγκονία από τα μέσα του 17oυ έως τα μέσα του 18ου αι. Μαζί με τους Aσάμ από το Μόναχο, οι Ν. ήταν οι κυριότεροι αρχιτέκτονες της πλούσιας και γόνιμης… … Dictionary of Greek